- δεκάδαρχος
- -ου ὁ N 2 3-0-0-0-1=4 Ex 18,21.25; Dt 1,15; 1 Mc 3,55commander of ten men
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
δεκάδαρχος — και δεκαδάρχης, ο (Α) 1. ο δέκαρχος, ο επικεφαλής δέκα ανδρών 2. ένας από τους δέκα άρχοντες τής Ρώμης 3. τελώνης … Dictionary of Greek
δεκάδαρχος — commander of ten men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχοις — δεκάδαρχος commander of ten men masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχου — δεκάδαρχος commander of ten men masc gen sg δεκαδάρχης decurio masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχους — δεκάδαρχος commander of ten men masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχων — δεκάδαρχος commander of ten men masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχῳ — δεκάδαρχος commander of ten men masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάδαρχοι — δεκάδαρχος commander of ten men masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκαδάρχης — ο βλ. δεκάδαρχος … Dictionary of Greek
δεκαδαρχώ — δεκαδαρχῶ ( έω) (Α) είμαι δεκάδαρχος … Dictionary of Greek